- περιστενάχω
- και περιστενάχομαι Απεριστενάζω*.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + στενάχω «αναστενάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
περιστεναχώ — έω, Α αντηχώ ολόγυρα, αντιλαλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + στεναχῶ, άλλος τ. τού στοναχῶ «αναστενάζω, βουίζω»] … Dictionary of Greek